- σινούκ
- ο, Νφρ. «άνεμος σινούκ»(μετεωρ.) θερμός και ξηρός άνεμος που κατέρχεται από τις ανατολικές κλιτύς τών Βραχωδών Ορέων τών ΗΠΑ, κυρίως κατά τη χειμερινή περίοδο, και πνέει στις παραποτάμιες κοιλάδες τού Μισούρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… … Dictionary of Greek